αγορά

αγορά
I
Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους υποθέσεις. Ο τόπος αυτός έγινε αργότερα και χώρος εμπορικών συναλλαγών, δηλαδή το οικονομικό κέντρο της ελληνικής πόλης. Η Α. είχε και ιερό χαρακτήρα, όταν λατρευόταν εκεί o ιδρυτής της πόλης ή η θεότητα που την προστάτευε, οπότε γίνονταν και αθλητικοί αγώνες προς τιμήν της. Έτσι η Α. ήταν το κέντρο της πολιτικής, κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής. Στην αρχαϊκή εποχή οι Α. ξεπρόβαλλαν στις διασταυρώσεις των κεντρικών δρόμων και είχαν ποικίλες μορφές. Γύρω από τις Α. ήταν χτισμένα τα σπουδαιότερα δημόσια κτίρια και κυρίως το Βουλευτήριο. Με το πέρασμα του χρόνου, χαρακτηριστικά κτίρια των Α. έγιναν οι στοές· διπλές κατά κανόνα, περιέβαλαν (κυρίως από την ελληνιστική εποχή) τη συνήθως τετραγωνική Α. και είχαν καταστήματα στο βάθος, ώστε αυτοί που συγκεντρώνονταν να εξυπηρετούνται στις ανάγκες τους και να προστατεύονται από τον ήλιο και την κακοκαιρία. Όταν με την αύξηση της εμπορικής κίνησης πήρε το προβάδισμα στις Α. η εμπορική δραστηριότητα, έγινε αισθητή η ανάγκη να κατασκευαστεί σε μερικές πόλεις μια άλλη Α. με αποκλειστικά πολιτικοθρησκευτικό χαρακτήρα.
Καλύτερα γνωστές Α. από ανασκαφές, εκτός της αθηναϊκής, είναι η Α. της Κορίνθου, οι ελληνιστικές της Πριήνης και της Μαγνησίας, της Μιλήτου, που είχε και δεύτερη μικρότερη στη δυτική συνοικία της πόλης, η μεγαλοπρεπής της Αφροδισιάδας κ.ά. Ο Παυσανίας περιγράφει τις Α. της Αθήνας, της Σπάρτης, της Μεσσήνης, της Μεγαλόπολης, της Ήλιδας κ.ά.
Το αντίστοιχο της ελληνικής Α. στις ρωμαϊκές πόλεις ονομάζεται forum: βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, στη διασταύρωση των δύο κύριων οδών (cardo maximus και decumanusmaximus) με στοές γύρω-γύρω, είχε συνήθως ορθογώνιο σχήμα και εκεί βρίσκονταν τα δημόσια κτίρια, πολλά θρησκευτικά οικοδομήματα με πρώτο το Καπιτώλιο, καταστήματα, εργαστήρια και αναμνηστικά μνημεία. Με τον καιρό στις μεγάλες ρωμαϊκές Α. προστέθηκαν και μικρότερες με χαρακτήρα αποκλειστικά εμπορικό και με προορισμό την έκθεση και πώληση μόνο ενός προϊόντος. Σημαντικότερες για την αρχαιότητα και τα οικοδομήματά τους ρωμαϊκές Α., εκτός από της Ρώμης, ήταν της Πομπηίας και της Όστιας.
Η πρώτη Α. της αρχαίας Αθήνας, βρισκόταν πιθανότατα έξω από την είσοδο της Ακρόπολης. Γύρω στο 600 π.Χ. ο Σόλων τη μεταφέρει μεταξύ Ακρόπολης και Αγοραίου Κολωνού (του σημερινού Θησείου), όπου χτίζονται τα πρώτα δημόσια οικοδομήματα, το αρχικό Βουλευτήριο και ο ναός του Απόλλωνα. O Πεισίστρατος και οι διάδοχοί του χτίζουν την Ηλιαία, την Εννεάκρουνο και τον βωμό των Δώδεκα Θεών. O Κλεισθένης χτίζει τον πρώτο ναό της Μητρός των Θεών και επιφέρει μόνο λίγες κτιριακές μεταρρυθμίσεις. Μετά την περσική καταστροφή (480/479 π.Χ.) χτίζονται η Θόλος, η Ποικίλη Στοά, η Στοά των Ερμών και αργότερα το νέο Βουλευτήριο, η Στοά του Δία, το Στρατηγείο και η νότια Στοά. Τον καιρό του Περικλή οικοδομείται το Θησείον (ναός του Ηφαίστου). Έτσι ο χώρος περιβάλλεται από τις τρεις πλευρές (Β, Δ, Ν) από λαμπρά κτίρια. Τον 4o αι. π.Χ. χτίζεται ο νέος ναός του Απόλλωνα Πατρώου και στη ΒΑ γωνία ένα τετράγωνο περίστυλο κτίριο. Οι ελληνιστικοί χρόνοι αποτελούν λαμπρή περίοδο στην ιστορία της Α. Στην ανατολική πλευρά o βασιλιάς Άτταλος B’ χτίζει τη στοά του. Την ίδια εποχή χτίζονται και οι λεγόμενες μεσαία, νότια και ανατολική στοά. Τώρα πιστεύεται πως αυτό το συγκρότημα είναι το Γυμνάσιοτου Πτολεμαίου και το τετράγωνο κτίριο στα δυτικά (άλλοτε λεγόμενο Ηλιαία) το ιερό του Θησέα. Στη δυτική πλευρά ο ναός της Μητρός και το Βουλευτήριο συγχωνεύονται σε ένα κτίριο: το Μητρώο. Η καταστροφή του Σύλλα (86 π.Χ.) δεν ήταν μεγάλη για την Α. Την εποχή του Αυγούστου χτίζονται δύο μεγάλα κτίρια: το Ωδείο του Αγρίππα και ο ναός του Άρη. Η επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ.) ερειπώνει την πόλη και την Α. Μόλις το 400 μ.Χ. ξαναχτίζονται ορισμένα κτίρια· το σπουδαιότερο είναι ένα μεγάλο Γυμνάσιο με τη Στοά των Γιγάντων στην πρόσοψή του. Το 529 μ.Χ. ο Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές. Από τότε η Α. ερημώνεται και με τα χρόνια η περιοχή γεμίζει με μικρά ιδιωτικά σπίτια.
Η αρχαία Αγορά της Αθήνας, όπως είναι σήμερα, με τις σημαντικές αρχαιότητες στον περιβάλλοντα χώρο της.
Ερείπια της μνημειακής εισόδου της αρχαίας Αγοράς στη σικελική πόλη Τυνδαρίδα (φωτ. Igda).
Το ανατολικό τμήμα της αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, όπου διακρίνεται η ανοικοδομημένη στοά του Αττάλου που χρησιμοποιείται ως μουσείο των αρχαιολογικών ευρημάτων (φωτ. Α. Οικονόμου).
«Ήχος και φως», στην αρχαία Αγορά της Ρώμης.
Η αρχαία Αγορά, με φόντο την Ακρόπολη των Αθηνών.
II
Αρχαία πόλη της Θρακικής χερσονήσου, από την οποία πέρασε ο Ξέρξης όταν επιχείρησε την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας. Η Α. βρισκόταν κοντά στον ισθμό, όπου υπήρχε ένα ισχυρό τείχος για να προστατεύει τη χερσόνησο από τις επιδρομές.
III
Ονομασία δύο οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 192 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές των βουνών Λεκάνης, ανατολικά της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δοξάτου.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 208 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχέροντα.
* * *
η (Α ἀγορά)
1. απόκτηση κυριότητας σε κάτι έναντι χρημάτων
2. τόπος όπου γίνονται οι αγοραπωλησίες
3. αυτό το οποίο αγοράζει κανείς, εμπόρευμα, προμήθεια
4. το σύνολο τών εμπορευμάτων ενός τόπου
νεοελλ.
1. αγοραστική αξία, το αντίτιμο δηλαδή που καταβάλλει κανείς για να αγοράσει κάτι
2. εμπορικό κέντρο, μαγαζιά
3. οι άνθρωποι που αποτελούν το εμπορικό αυτό κέντρο, οι έμποροι
4. δυνατότητα καταναλώσεως, βαθμός προσφοράς και ζήτησης
5. φρ. «ελεύθερη αγορά», αγοραπωλησία συναλλάγματος και ξένου νομίσματος σε ελεύθερες τιμές έξω από το χρηματιστήριο
«λαϊκή αγορά», τόπος πωλήσεως ειδών πρώτης ανάγκης (κυρίως τροφίμων) σε χαμηλές τιμές
«μαύρη αγορά», διάθεση εμπορεύματος που σπανίζει σε παράνομα αυξημένη τιμή
«φιλανθρωπική αγορά», διοργάνωση αγοράς, τα κέρδη τής οποίας διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς
αρχ.
1. κάθε συνάθροιση, συγκέντρωση και ιδιαίτερα τού λαού (σε αντίθεση προς τη συνέλευση τών αρχόντων που αποκαλείται «βουλή», «θώκος»)
2. τόπος συγκεντρώσεως, συναθροίσεως (πρβλ. λατ. forum)
3. συγκέντρωση για αγώνες
4. ομιλία στην αγορά, δημόσια αγόρευση
5. φρ. «ἀγορὰ πλήθουσα», η ώρα από τις δέκα το πρωί έως τις δώδεκα το μεσημέρι, οπότε η αγορά ήταν γεμάτη κόσμο
«ἀγορᾱς διάλυσις», το απομεσήμερο, οπότε διαλυόταν ο κόσμος από την αγορά
«ἐμβάλλω εἰς ἀγοράν», προσέρχομαι στην αγορά, δηλαδή είμαι πολίτης
6. στη Μυκηναϊκή η λέξη παρουσιάζεται με τον τύπο a-ko-ra και φαίνεται ότι δηλώνει ποιμενικό όρο, κάτι δηλαδή ανάλογο με το σύγχρονο ναξιακό μαζωμός, το οποίο παράγεται από το ρήμα μαζώνω (= μαζεύω, συγκεντρώνω, συνάζω, πρβλ. αρχ. ἀγείρω) και σημαίνει την ποιμενική εγκατάσταση, που λέγεται και «μάντρα», «μαντροκαθίσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγείρω. Η αρχική σημασία τής λ. είναι «συνάθροιση λαού» καθώς και «ο τόπος συγκεντρώσεως». Αυτός ο τόπος αποτελούσε το πιο πολυσύχναστο σημείο τής πόλης, όπου πήγαιναν οι πωλητές για να εξασφαλίσουν την πώληση τών προϊόντων τους. Έτσι η περιοχή τών συγκεντρώσεων έγινε και εμπορικό κέντρο. Η λ. αγορά επέζησε στη Νέα Ελληνική με τη σημασία τού τόπου συγκεντρώσεως τών πωλητών και τών εμπορευμάτων.
ΠΑΡ. αγοράζω, αγοραίος, αγορεύω
αρχ.
ἀγορῆθεν, ἀγορήνδε, ἄγορος.
ΣΥΝΘ. ἀγορανόμος, νεοελλ. αγοραπωλητής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀγορά — ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc/acc dual ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγορά — Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc/acc dual Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορᾷ — ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — η 1. η προμήθεια με χρήματα πραγμάτων, το ψώνισμα: Σήμερα έχω να κάνω ορισμένες αγορές. 2. ο ορισμένος για αγοραπωλησίες τόπος: Πάω στην αγορά για ψώνια. 3. η προσφορά και ζήτηση στα χρηματιστήρια διαφόρων αξιών ή εμπορευμάτων: Η αγορά σήμερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγορᾶ — ἀγοράζω frequent the fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγορᾷ — Ἀγορή fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλφιτόπολις, αγορά — Ονομασία που είχαν στην αρχαιότητα η αλευραγορά και σιταγορά της Αθήνας και εκείνη του Πειραιά. Η πρώτη βρισκόταν κοντά στη Μακρά Στοά της μεγάλης αγοράς και η δεύτερη στη θέση της σημερινής πλατείας Καραϊσκάκη …   Dictionary of Greek

  • Κοινή Αγορά — Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση …   Dictionary of Greek

  • τἀγορᾷ — ἀγορᾷ , ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”